Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Ανάμεσα


1. 

    Ήμουν τόσο θολωμένος που τα μάτια μου έβλεπαν κοκκινόμαυρα όλα τα πράγματα γύρω μου.Δεν ήξερα τι έκανε το σώμα μου εκείνη την στιγμή. Ήξερα ότι είχα ολοκληρωτικά αφεθεί στο μίσος μου!Σε αυτό που τόσα χρόνια μάζευα σταλιά σταλιά και το έκρυβα σε γυάλινα βάζα μέσα μου...
     Και τώρα... μπροστά μου! Σαν μια δύναμη, σαν αυτό που ξεχείλισε το ποτήρι..Έσπασα τα πάντα μέσα μου σαν γυαλινους χοντρούς τοιχους. Απίστευτος θόρυβος συνοδευόμενος με ουρλιαχτά πληγωμένου αγριμιού...
     Πάλευα, κτυπιόμουν ώρες ατέλειωτες. Πόνεσαν τα χεριά μου, τα πόδια μου... Ένιωσα να κάθομαι και να παραδίνομαι στο σκοτάδι...

     Περπατούσα μόνος, σε κάποιο δρομάκι. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Έκανα στην άκρη κάτω από ένα δέντρο, έστριψα γρήγορα και πρόχειρα ένα τσιγάρο, το άναψα και έκανα να προχωρήσω βάζοντας τον καπνό στην τσέπη του ανοιξιάτικου μπουφάν.
     Κάπως έτσι γνώρισα την Λυδία. Ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Είχε γρήγορο βήμα, αργότερα μου εξομολογήθηκε ότι με φοβήθηκε όταν με είδε... γελάσαμε πολύ εκείνη την μέρα. Καθόμουνα αποσβολωμένος να κοιτώ το άσπρο ροδαλό πρόσωπο κάτω από τα γυαλιά της. Χαμογέλασα και εκείνη… σκόνταψε! Την πλησίασα και την βοήθησα να σηκωθεί. Πολύ γρήγορα βρεθήκαμε παρέα...

   Οπότε είμαι πάλι εδώ. Στο ίδιο δρομάκι, σαν εκείνη την νύχτα. Να την πάλι, περπατάει, έρχεται σε αντίθετη πορεία...Χαμογελάω..
-Λυδία!; Πόσο καιρό έχω να σε δω... Το ασπροροδαλό πρόσωπο της έδειχνε να έχει χάσει την ζωντάνια του.
-Λυδία! Τι συμβαίνει;
-Μόλις σκότωσες Μίλτο μου...
Πάγωσα καθώς με προσπέρασε...
-E! Δεν μπορεί! Tώρα σε είδα! Τώρα ήρθα πάλι εδώ... έχω μήνες να σε δω... Λυδία τι λες;
   Σταμάτησε απότομα. Γύρω μου ελαφριές σκιές με αργό βηματισμό άρχισαν να εμφανίζονται... άνθρωποι με κουκούλες με κύκλωναν... Δεν ήταν για μένα... Έκαναν έναν κύκλο γύρο της και ξαφνικά σαν στρατιωτάκια πήραν κατεύθυνση κοιτώντας πίσω μου.
   Ένιωσα διαφορετική ψυχρά στον αέρα. Απόκοσμη! Τα μάτια μου όμως κολλημένα επάνω της, αδιαφορώντας για το τι συμβαίνει τριγύρω...
-Λυδία!; Που πας;
-Βοήθησέ με Μίλτο...
   Είχε ακόμα την γλύκα στα μελισκούρα μάτια της. Αυτό το φωτεινό και ταυτόχρονα θλιμμένο βλέμμα κάτω από τα  ξανθά μαλλιά. Το γλυκό της χαμόγελο που ανέβλυζε από την ψυχή της.
   Δεν πρόλαβα να ανοίξω το στόμα μου. Μπροστά στα μάτια μου χάθηκε! Έτσι απλά! Χάθηκε! Εξαϋλώθηκε!
   Κοιτούσα με μάτια ορθάνοικτα το σημείο που μου μίλησε... Τί είπε; ”Μόλις σκότωσες...”, ”Βοήθησέ με” . Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τις λέξεις.

   Βασίλεψε ησυχία. Μοναξιά κύκλωσε τον χώρο Το κρύο άρχισε να τρυπά το σώμα μου. Κανένας ήχος πουθενά. Παγωμένα όλα, τα 3 σπίτια στα αριστερά μου, τα δέντρα χωρίς φύλλα... Σαν σκηνή θεατρικής παράστασης, με το φως να πέφτει από το πουθενά και μέσα στην αοριστία μια σουρεαλιστική φιγούρα με πλησιάζει. Ένας ψηλός γερανόμορφος παλιάτσος, με το μακιγιάζ του ξεφτισμένο σαν σκασμένο χώμα... φορεσιά με διάφορα χρώματα... Χαρωπός...
  -Ε φιλέ!!! Τι κάνεις εδώ; Πέθανες και δεν το ξέρω; Είπε δυνατά με φωνή άρχοντα.
   Έμεινα και τον κοιτούσα σαστισμένος. Δεν μπόρεσα να μιλήσω. Άκουγα το γέλιο του και τον είδα να διαλύεται σε μικρά κομμάτια χιονιού. Ο χώρος έγινε άσπρος. Άρχισε να χιονίζει δυνατά.
 -Περπάτα αντίθετα και βγες έξω τώρα!


2.

   Άνοιξα τα μάτια μου απότομα. Παρά το φως στον χώρο δεν μπορούσα να δω, παρά μόνο θαμπά. Έψαξα μέσα μου να καταλάβω τι ήταν αυτό που είδα στον λήθαργο μου. Ήταν τόσο ζωντανό.
  Ένιωσα να κρυώνω ακόμα. Τα μάτια μου συνήθιζαν το φως στον χώρο. Μα που είμαι; Βρέθηκα ακουμπισμένος, μισοξαπλωμένος μεταξύ τοίχου και πατώματος. Γύρω μου κατεστραμμένα έπιπλα, τσακισμένα από μίσος αντικείμενα, γυαλιά... Ίχνη πάλης. Κοίταξα τα χεριά μου, το αίμα ήταν ακόμα νωπό επάνω τους. Ξαφνικά, σαν σφήνα, άκουσα την φωνή της Λυδίας να μου μιλάει μέσα στο μυαλό.
“-Μόλις σκότωσες...”
  Ανατρίχιασα! Πρέπει να τέντωσα τα μάτια μου απότομα και ταυτόχρονα να τίναξα το κορμί μου. Ακούμπησα το μαχαίρι με το δεξί μου χέρι. Ένα τεράστιο κουζινομάχαιρο βουτηγμένο στο αίμα.
Προσπάθησα να συνέλθω και να διώξω τον πανικό που με κυριεύει. Δεν ήθελα να σηκωθώ από κάτω. Κάτι κακό είχε συμβεί και το είχα προκαλέσει εγώ.

  Μέσα μου, βρήκα μια άκρη, άρχισα να θυμάμαι. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε βήμα, κάθε κουβέντα. Σε κάθε θύμηση μικρά ηλεκτροσόκ μου τάραζαν το σώμα. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω που είχα φτάσει. Τι είχα κάνει.
   Αφαίρεσα μια ανθρώπινη ζωή; Αυτό μόνο στην ιδέα με ίδρωνε από τότε που με θυμάμαι. Τώρα έχω εικόνες χάους... Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ από ένα σημείο και ύστερα, μέχρι που ξύπνησα εδώ.
 -Σήκω επάνω! Φώναξα απότομα. Ψάξε!
  Πετάχτηκα σαν ελατήριο. Σάρωνα με τα μάτια τα πάντα  μπροστά μου. Τον σορό από τα σπασμένα. Προσπάθησα να σηκώσω την πεσμένη βιβλιοθήκη και την άφησα τρομαγμένος αμέσως κάτω. Μια φωτιά άναψε από το στομάχι. Ανέβηκε στον λαιμό μου! Βρέθηκα να τρέχω προς το μπάνιο χωρίς να βλέπω γύρω μου τι πατάω. Στα μάτια μου μόνο είχα την εικόνα που είδα κάτω από την βιβλιοθήκη.
  Έριχνα συνέχεια νερό από την βρύση, ηρεμούσα ελάχιστα, αλλά η εικόνα της μέσα στα αίματα ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου με αποτέλεσμα να σιχαινόμουν ξανά και ξανά το εαυτό μου.
  Μέσα από το στήθος άρχισε να ξεπροβάλει ένα μικρό πνίξιμο. Μια ιδέα πανικού μέσα στα μάτια. Σκέψου! Φώναζα στον εαυτό μου. Άρχιζα να μετρώ αργά από το ένα και να παίρνω ανάσες. Αυτό το πνίξιμο με συντροφεύει μέχρι τώρα αστυνόμε...
   Πήρα την απόφαση μέσα μου να παραδοθώ. Γύρισα στο σαλόνι. Δεν μπορούσα να κοιτάξω την Λυδία. Ήξερα ότι ήταν κάπου εκεί και με κοιτούσε με το ίδιο βλέμμα που την είχα δει στον λήθαργο μου. Έβαλα τα κλάματα. Γονάτισα δίπλα της και ζήτησα συγνώμη.
  Κτύπησε το κινητό της και με έβγαλε από τις σκέψεις. Ακολούθησα τον ήχο μέχρι που το βρήκα. Την έψαχνε ο πατέρας της. Το άφησα να κτυπάει, να κτυπάει... Έκλεισε. Σχημάτισα το 100 και πήρα τηλέφωνο. Απάντησε... πρέπει να πέρασαν αρκετές στιγμές για να μιλήσω.
   -Σκότωσα άνθρωπο ψέλλισα...
Άφησα το τηλέφωνο ανοικτό και χωρίς να σκεφτώ τίποτα σηκώθηκα και έφυγα.
  Έτρεξα μακριά. Δεν με ένοιαξαν τα ματωμένα μου ρούχα. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Έτρεχα, έτρεχα... Πήγα στο σπίτι μου. Δεν θυμάμαι τους δρόμους. Το μυαλό μου το ένιωθα σάπιο. Σκουλήκια το τρώνε, πνίξιμο στο στήθος, δεν με άφηνε να ανασάνω. Μόνο το ένστικτο μου έλεγε να τρέξω. Να ξεφύγω. Αυτό θα έκανα. Ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα ερχόσασταν από εδώ. Θα με βρίσκατε.
  Άλλαξα ρούχα, παράτησα τα ματωμένα όπου βρήκα. Πήρα ότι λεφτά μου είχαν απομείνει και έφυγα. Ούτε κινητά, ούτε τίποτα. Έφυγα μακριά...



3.

    Θυμάμαι το πρώτο μας βράδυ, το πρώτο μας ραντεβού. Πέρασε καιρός από την συνάντηση μας. Είχε ξεκινήσει το καλοκαίρι. Μια υπέροχη βραδιά με μισό φεγγάρι στον ουρανό. Την περίμενα στην στάση του τραμ. Θα ερχόταν να με πάρει με το αυτοκίνητο της.
   Πράγματι, ήρθε, λίγο αργοπορημένη. Σταμάτησε μπροστά μου. Κοιτούσα έκπληκτος το γλυκό της πρόσωπο με τα θλιμμένα της μάτια. Την μαύρη της μπλούζα, το τζιν, τα καλοκαιρινά της πέδιλα. Την αγκάλιασα και δεν το πίστευα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για κάποιο παραλιακό μπαράκι.
   Σε όλη την διαδρομή την κοιτούσα εκστασιασμένος. Είχε κάτι επάνω της που δεν γινόταν να σταματήσω να την κοιτώ. Δεν μπορούσα να γυρίσω το κεφάλι μου σε άλλη κατεύθυνση. Αρχίσαμε την κουβέντα κάπως αόριστα και σφιγμένα μέχρι που φτάσαμε στο μπαράκι. Εκεί έσπασε ο πάγος. Στο χέρι μία μπύρα ο καθένας, στο άλλο τα χεριά μας ενωμένα. Κάτι ψάχναμε και εκείνη την στιγμή το είχαμε βρει. Τουλάχιστο έτσι νόμιζα.
  Άφησα να με γοητεύσει. Να με μαγεύει. Άφησα τον χρόνο πίσω μου, τα προβλήματα μου και  αγκαλιασμένους με την κουβέντα μας, μας βρήκε το πρωί...
 Ήταν μοναδικά αστυνόμε… Υπέροχα! Ήμουν ξανά ερωτευμένος και όλος ο κόσμος ήταν δικός μου...
-        Και φαντάζομαι αυτό συνεχίστηκε...
-        Ναι, …όχι κάθε μέρα... μόνο επικοινωνία μέσα από κινητά, ίντερνετ...
  Οπότε βρισκόμασταν περνούσα υπέροχα. Με έβγαζε από την γη και με ταξίδευε μακριά. Πολύ μακριά... Με τον καιρό άρχισε να μου ανοίγει την ψυχή της. Να μου λέει για την ζωή της. Αλλά από την αρχή ήξερα ότι είναι πολύ όμορφο για να είναι αληθινό. Ότι κάτι κρύβει πίσω που δεν το λέει.
  Όταν ερωτεύεσαι όλα είναι διαφορετικά, δεν έχεις κακό εαυτό, και αν βρέχει κάθε μέρα, απλά δεν βρέχει. Μέχρι που ένα τηλεφώνημα άλλαξε τον καιρό μου. Διήρκησε πολύ ώρα και εγώ περίμενα να τελειώσει. Άκουγα αναγκαστικά την τυπική της ομιλία. Όταν τελείωσε απλά γύρισε και μου είπε:
   -Υπήρχε άλλος...
  Υπήρχε ένα παρελθόν, που για λόγους που ποτέ μου δεν κατάλαβα δεν σταμάτησε ποτέ. Υπήρχε μαζί μου...
   Έτσι περνούσε ο καιρός. Ένιωθα τις περισσότερες μέρες την απειλή του και αυτό μου κατάστρεφε την ψυχολογία. Προσπαθούσα να μην πιέσω καταστάσεις αλλά δεν άντεχα. Κάποια μέρα μέσα από κουβέντα της είπα να αποφασίσει και προτίμησε τον παρελθόν της. Χάθηκε για 3 μέρες...
 -Φαντάζομαι ξαναμιλήσατε...
 -Ναι, βρεθήκαμε μερικές μέρες μετά… και μετά πάλι και πάλι και πάλι...
 -Και;
 -Με τον καιρό ήμασταν μαζί αστυνόμε...


4.

    -Ωραία... εκείνη την μέρα έφυγες από το σπίτι σου όπως είπες. Βρήκαμε παρατημένο το κινητό σου, το αυτοκίνητο σου...Το συμπέρασμα που βγαίνει από την ερευνά μας… δεν ήσουν άνθρωπος που θα έκανες κακό σε κανένα. Όσους ρωτήσαμε όλοι σε συμπαθούσαν...
  -Ήθελα να σκεφτώ. Ήθελα να ηρεμήσω και να δω ξεκάθαρα τις καταστάσεις γύρω μου. Έπρεπε να εξαφανιστώ. Αυτό μου έλεγε το εγώ μου. Δεν ήθελα να με βρείτε αμέσως. Ήθελα να θρηνήσω με την ησυχία μου, ίσως για αυτό.

   Δεν μπορώ να καταλάβω πως άλλαξαν όλα γύρω μου μέσα σε μία στιγμή. Μετά από αρκετό καιρό έδειχνε ότι η ζωή μου επιτέλους θα άλλαζε... Πως μπόρεσα να κάνω κάτι τέτοιο σε έναν άνθρωπο που αγάπησα πολύ;
   Είχα ξυπνήσει κάπως εκείνη την μέρα. Δεν είχα καταφέρει να κοιμηθώ καλά το βράδυ. Ήμουν μόνος την προηγούμενη νύχτα και έψαχνα παρέα στο ποτό. Είχε έρθει η ώρα για το δικαστήριο από την τράπεζα, για το δάνειο. Κρατούσα στο χέρι το χαρτί με το που σηκώθηκα. Καταραμένη κρίση! Δύο χρόνια έχω να δουλέψω. Σχεδόν δεν έχω να φάω. Όσες πόρτες κτύπησα... κάνεις δεν μπορούσε να βοηθήσει.
    Παρέες, φίλοι... απλά έφυγαν. Ούτε τηλέφωνο, ούτε μια καλημέρα. Σχέσεις που τις ονόμαζα φιλικές αποδείχτηκαν όλα ένα ψέμα. Συμφέρον και μόνο συμφέρον... Δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι... οι τοίχοι με έπνιγαν κάθε τόσο. Απλήρωτοι λογαριασμοί, ρεύμα, ενοίκιο... και τέλος, έρχεται η ώρα που χρωστάς παντού. Το τηλέφωνο κτυπούσε μόνο για τα χρέη, είναι τόσο πιεστικά κακές οι εταιρίες που σε καλούν στο τηλέφωνο. Όλοι σε πιέζουν. Σου ζητάνε. Σε αποκαλούν άχρηστο... Όλη μέρα, κάθε μέρα... Μπορείς να καταλάβεις αυτό που σου λέω;
   
   Τα χέρια μου έτρεμαν από ώρα, αλλά κατάφερνα να το κρύβω. Τώρα δεν κατάφερα. Άρχισα να τρέμω. Είχα δύο μέρες να φάω. Μέσα στο αγχός, στην θλίψη, στην απόγνωση και στις αποφάσεις..
 -Θέλεις να πω στα παλικάρια να σου φέρουν κάτι να φας;
 -Χα! Όχι αστυνόμε… θέλω να κάτσω έτσι. Τσιγάρο και καφές.
   Τον κοίταξα στα μάτια. Χαμογέλασε ελαφρά. Προσπαθούσε να με ηρεμήσει, Ναι! Αν έτρωγα τώρα, θα ηρεμούσα και ίσως να άρχιζα να νυστάζω πράγμα που δεν ήθελα. Ακόμα έλεγχα την κατάσταση εγώ. Μία στιγμή χαλαρότητας και θα με έπιαναν.
   Έπαιζα νευρικά με το όπλο στα χέρια μου. Για αυτούς ήμουν ο κακός. Ο δολοφόνος!  Δεν πρέπει να κυκλοφορώ ελεύθερος. Αφαίρεσα ζωή ανθρώπου... Αλλά... Ναι! Έχουν δίκιο! Στην πραγματικότητα δεν είμαι παρά ένα αγρίμι, ένα ακόμα σκουπίδι που ζει σε βάρος άλλων, χωρίς κανένα μέλλον, χωρίς κανένα παρελθόν. Δεν είμαι άνθρωπος σε αυτήν τη ζούγκλα που όλοι μαζί φτιάξαμε... Παρασιτώ, κοιμάμαι με κουβέρτα τον ουρανό πια... δεν έχω να φάω και το κυριότερο..... Λυδία...
    Έφυγε ένα δάκρυ μαζί με την ρουφηξιά του τσιγάρου. Γύρισα και κοίταξα την πόλη από κάτω μου.

 -Λοιπόν; Ξαναμίλησε ο αστυνομικός... Δυο μέρες που ήσουν;
    Τον κοίταξα καλά. Είχαμε την ιδία ηλικία πάνω κάτω. Ατημέλητο μαύρο μαλλί, ίσως και από τον αέρα που φύσει εδώ, ψιλοαξύριστος με μοντέρνα γραμμή γυαλιά ηλίου, αδύνατος, ντύσιμο απλό, τζιν παντελόνι και άσπρο μπλουζάκι. Σίγουρα πολύ διαβασμένος σε θέματα ψυχολογίας. Για αυτό είναι εδώ, τώρα μαζί μου...
 
  Έτρεχα... έτρεχα... Κάποια στιγμή κουράστικα. Είχα χαθεί. Μπροστά μου, λεωφόρος. Σκέφτηκα ότι εδώ θα με βρείτε εύκολα και ξαναχύθηκα στα στενά. Έπρεπε κάπου να περιμένω να βραδιάσει. Φοβόμουν πια για αυτό που έρχεται... Βρήκα ένα πάρκο. Αποφάσισα να μπω. Κρύφτηκα σε κάποια του γωνία .Ήμουν εξουθενωμένος από το τρέξιμο.



5.

   Μια μεγάλη σκιά με πλησίαζε. Άπλωσε το χέρι του. Αναγνώρισα την φωνή αμέσως και κάθισα ασάλευτος σαν να κοροϊδεύω. Ο πανύψηλος παλιάτσος με ακουμπούσε... Έβαλα τις φωνές...
   -Τι φωνάζεις; Ρε, τι φωνάζεις; Ζεις! Γαμώ το, άντε πάλι κι άλλος! Τσογλάνια με την κωλοπρέζα σας όλο εδώ έρχεστε...
   Προσπάθησα να συνειδητοποιήσω που είμαι. Πετάχτηκα απότομα και μάλλον τρόμαξα τον γεράκο. Τον κοιτούσα με μάτια τρομαγμένα, μάτια θηράματος. Είδα τα δικά του, φωτεινά και ήρεμα. Ήταν ψηλός αλλά τα μακριά γένια και τα πολλά ρούχα τον έκαναν σκυφτό... και αυτή η μυρουδιά της απλυσιάς...
 -Μμ !Δεν είσαι από αυτούς! Άλλος είσαι... τι κοιτάς; Να δω αν είσαι ζωντανός... έρχονται και ψοφάνε εδώ δα... σκυλιά κοκκαλιάρικα... κοπελίτσες με χαμένα λογικά...
 -Με τρόμαξες, κατάφερα να πω...
 -Λεφτά έχεις; Λεφτά να φάω...έχεις;
 -Λυπάμαι φίλε... δεν έχω...
 -Λες ψέματα!!! Στο διάολο!!!! Στο διάολο!!!!
   Άρχισε να βρίζει και εξαφανίστηκε στα δρομάκια του πάρκου. Νύχτωνε. Ευτυχώς νύχτωνε. Άναψα ένα τσιγάρο και κάθισα να ηρεμήσω. Τώρα πια ζω στον δρόμο. Θα έχω αυτό το δέντρο για σπίτι, προσωρινά. Μέχρι να βρω λύση...
  Λύση σε τι; Όλα έρχονταν σαν σφαίρες στο μυαλό. Εικόνες επαναλαμβανόμενες. Εικόνες ματωμένες... Όλα όμως σταματούσαν στην τελευταία σκηνή. Μετά μόνο το άσπρο φως! Καμία λογική εξήγηση γιατί το έκανα αυτό. Δεν μπορούσα να σκεφτώ λογικά. Σαν προτομή του Ιανού το κεφάλι μου, μιλούσε μεταξύ του και εγώ είχα βγει παρατηρητής απ έξω. Ναι, κάτι μέσα μου δεν πήγαινε καλά. Αλλά ήμουν τόσο γνωστικός να το καταλάβω...
  Σταμάτησα τις σκέψεις μου απότομα. Ένιωσα παρουσία δίπλα μου.
  -Εσύ... για να κοιτάς έτσι... άρπαξε το χέρι μου το γύμνωσε και είδε. Καθαρός είσαι, καλή ώρα να 'χεις, είπε. Σώπασε για λίγο, με κοίταξε στα μάτια. Άνοιξε την πλαστική σακούλα που κρατούσε. Έβγαλε δύο μπύρες. Μου πρόσφερε την μία.
   -Κακό έχουν κάνει τα μάτια σου, μου είπε λίγες στιγμές μετά. Γύρισα τον κοίταξα απορημένος.
 Μεγάλο κακό, συνέχισε, το ψάχνεις μέσα σου. Ακόμα δεν ξέρεις... Θα μάθεις όμως πως είναι με τύψεις να ζεις και η θα το νικήσεις ή θα σε νικήσει... Άντε... η ώρα η καλή... είπε και σηκώθηκε να φύγει.
  -Χρειάζεσαι ηρεμία, καθάρισε το μυαλό σου. Η λύση είναι εκεί. Θα με βρεις κάπου εκεί στα δέντρα... Έφυγε ξαφνικά σαν κάτι να τον έδιωξε.
 
   Πλησίαζε η νύχτα. Πνιγόμουν μέσα στην μοναξιά μου και στις σκέψεις μου. Θυμόμουν το πρόσωπο της Λυδίας, το κορμί της, την χάρη της... Γιατί το έκανα αυτό; Γιατί δεν μπορώ να απαντήσω;

  Οπότε είμαι πάλι εδώ. Στο ίδιο δρομάκι, σαν εκείνη την νύχτα. Να την πάλι, περπατάει, έρχεται σε αντίθετη πορεία... Χαμογελάω..
  -Λυδία!; Πόσο καιρό έχω να σε δω... Το ασπροροδαλό πρόσωπο της είχε πια το χρώμα του νεκρού.
  - Βοήθησε με Μίλτο μου...

6.

      Δεν ξέρω αν κοιμήθηκα την νύχτα εκείνη. Ζούσα ανάμεσα σε δυο κόσμους. Σε αυτούς που η ανθρώπινη οντότητα αναπνέει και σε αυτούς που η ανθρώπινη οντότητα απαλλαγμένη από την ύλη
παρατηρεί τις ζωές των ανθρώπων που ακόμα αναπνέουν...
 -Λυδία!!!!!!
 -Μην τρομάζεις αγόρι μου...
 -Μα...
 -Ζεις, ακόμα... πατάς στην Γη. Και εγώ μαζί σου... Αλλά δεν έχω χρόνο να σου εξηγώ...
 -Μα..
 -Σσσσ..., απαλά με χαλάρωσε το ψίθυρο της. ...Άσε το χάδι μου να σε νιώσει... Άσε το μυαλό σου χαλαρό... θυμήσου... Τα μάτια σου δεν έβλεπαν, τα αυτιά σου δεν άκουγαν... αλλά τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά...

 -Λυδία!!!!!

     Τρομαγμένος φώναζα μέσα στην νύχτα. Κοιτούσα το δέντρο που το έλουζε το φεγγάρι. Πόση ώρα το κοιτούσα άραγε;
 -Άρχισε η πάλη μεγάλε, άκουσα την φωνή του γυρολόγου.
 -Κάνε διάλειμμα Θεέ! Άσε να καταλαγιάσει η ταλαιπωρία για ένα μόνο τσιγάρο, για μια τζούρα από το νέκταρ σου που απλόχερα μας έδωσες... ΕΕΕ!!! Παλικάρι!!! Έλα κατά δω...
   Σαν μικρό σπίτι με σκεπή τα δέντρα. Κεντρικό σημείο το παγκάκι του πάρκου και ο διάδρομος για το σαλόνι οι μικροί θάμνοι. Πήγα κοντά του. Του έδωσα τσιγάρο.
 -Κράτα τα παλικάρι. Θα σου χρειαστούν. Έχω εγώ πολλά. Μου δίνει ο κόσμος. Πόσα χρόνια εδώ πέρα... παράπονο δεν έχω. Είμαι βασιλιάς στον κόσμο τους... Όσοι δεν βλέπουν φόβο στα μάτια μου...
   Αυτός ο άνθρωπος με ηρεμούσε. Κάτι πάνω του με ηρεμούσε. Ίσως τα μακριά γενιά του που τον έμοιαζαν με  άγιο. Το πρόσωπο του παρέμενε φωτεινό πάντα. Μου διέκοψε τις σκέψεις...
 -Δεν είμαι Άγιος ρε! Σταματά να με κοιτάζεις έτσι! Σαν εσένα, ξέφυγα μια μέρα από τον τοίχο μου! Χαχαχαχαχα!!!! Σταμάτα να ζητάς βοήθεια από Εκείνον και τους δικούς του. Όταν πρέπει να σε βρουν θα το κάνουν εκείνοι... χαχαχαχαχα!!!!
  Είχε πιει, φαινόταν πιωμένος αλλά το μυαλό του δεν είχε βυθιστεί στο αλκοόλ. Το είχε κάνει θάλασσα και το κορόιδευε όποτε ήθελε....


7.

  -Από τον “Μπαλωμένο” βρήκες το όπλο ε; Είναι απίστευτος στο τι μπορεί να σου βρει!
  -Κάπως έτσι αστυνομικέ! Αν… μάλλον δεν πρέπει να σου πω…
  -Χαχαχαχα!!!

  -Τι τρέχει με σένα μεγάλε; Λέγε, πιες! Είναι μεγάλη η νύχτα, είναι δύσκολοι οι εφιάλτες του κακού, πρέπει να έχεις αντοχές...
  Άνοιξα την πόρτα της ψυχής μου, του μυαλού μου... Με κοιτούσε χωρίς να μιλάει. Σούφρωνε τα φρύδια του που και που.
  Ξημέρωσε. Άρχισαν τα πούλια να τιτιβίζουν και να ξαναπετάνε στον ουρανό. Ένιωθα ελαφρύτερος. Με έδιωξε για να σκεφτεί όπως μου είπε. Πήγα στην γωνία μου και άρχισα να καπνίζω χωρίς να σκέπτομαι. Έπαιρνα μεγάλες ανάσες, να ηρεμήσει το σώμα μου που πονούσε πολύ.
   Μια ακτίνα από φως μου ήρθε στα μάτια. Μια εικόνα άρχισε να δημιουργείτε στο μυαλό μου. Σαν μια ηλεκτρονική μονοκοντυλιά να σχεδιάζει μέσα του κάποια σκιά. Έπιπλα να σπάνε...θόρυβος...
  -Ξύπνα!!! Ξύπνα ρε!!!
  Φωνή σαν λοχία που με έπιασε στην σκοπιά να κοιμάμαι. Τον κοίταξα περίεργα. Με είχε πάρει ο ύπνος πάλι. Κάθισε διπλά μου. Κάτω από το βρόμικο σακάκι του έβγαλε κάτι ακαθόριστο τυλιγμένο σε εφημερίδες .Μου το έδωσε. Βαρύ, σιδερένιο...
  -Πάρ΄ το! Είναι γεμάτο. Δεν είναι καθαρό... Κατάλαβες... Όχι εγώ! ...κατάλαβες!
Και χάθηκε !Έτσι απλά, σηκώθηκε, έστριψε πίσω από το δέντρο. Έτρεξα να τον ρωτήσω αλλά δεν ήταν στον χώρο του. Άρχισα να ανοίγω τις εφημερίδες... Ένα Zastava 9αρι ξεπρόβαλε. Το κοίταξα απορημένος. Γύρισα αριστερά, δεξιά μήπως με βλέπει κανείς και βιαστικά το έχωσα κάτω από την μασχάλη μου.

   Δεν μπορούσα να ηρεμήσω .Ο ήλιος ανέβαινε ψηλά στον ουρανό. Ένιωθα κουρασμένος ψυχικά και φάνηκε μια σπίθα λύτρωσης μέσα μου να μου λέει να φύγω από το πάρκο. Σηκώθηκα και βγήκα στους δρόμους. Περπατούσα χαμένος μέσα στις σκέψεις μου. Όλα στριφογύριζαν στο μυαλό μου προσπαθώντας να βρω την άκρη όλων αυτών που μου είχαν συμβεί. Το όπλο κάτω από την μασχάλη με ενοχλούσε. Αδιαφορώντας για τον κόσμο γύρω μου, το κράτησα στα χέρια μου. Ξετύλιξα τις εφημερίδες και τις έκανα  κουβάρι. Έβαλα το όπλο στην μέση μου, πίσω στο παντελόνι και έκανα να πετάξω τις εφημερίδες.
    Η μάτια μου έπεσε στην ημερομηνία. Ήταν σημερινή ,πρωινή. Την ίσιωσα και είδα την γράφει.
Έγκλημα πάθους ή ληστεία σε διαμέρισμα στο Κουκάκι;
   Σαν τρελός διάβασα την διεύθυνση... Δεν μπόρεσα να διαβάσω το κείμενο. Όχι. Συννέφιασε πάλι μέσα στο μυαλό μου,  άρχισε να βρέχει κουρασμένα...


8.

  - Ο δρόμος με έφερε εδώ στο βουνό με μια τρελή ιδέα, αστυνόμε. Στην αρχή κάπου να κρυφτώ, μακριά από τον κόσμο. Δεν είχα κανένα πια. Ότι αγάπησα το είχα σκοτώσει. Τα πράγματα, οι καταστάσεις με έφεραν εδώ, στο χείλος του βυθού μου. Ένα βήμα και πάω στην άβυσσο μου... με μια αμαρτία πιο μεγάλη από όλες...
   Περπατούσα ώρες. Δεν είχα πιει νερό, δεν είχα φάει. Ανηφόρισα όσο πιο ψηλά μπορούσα, εδώ ψηλά στις κεραίες. Βρήκα κάτι δέντρα και κάθισα στην σκιά τους. Ζέστη με λίγο αεράκι. Κούρνιασα. Αποκοιμήθηκα.

   Ένα άσπρο χαρτί μπροστά μου. Εμφανίστηκαν τα γράμματα της εφημερίδας σαν να τυπώνονται εκείνη την στιγμή. Ένα, ένα. Με είδα να το κοιτώ. Μια φιγούρα ανέβαινε το βουνό χωρίς να περπατάει και ερχόταν προς τα έμενα. Εύκολα την γνώρισα. Το κορμί της δεν θα το ξεχάσω. Κάθισε δίπλα μου και μου έπιασε το χέρι. Η φωνή της μου ψιθύρισε στα αυτιά μου.
     -Εδώ έχεις την λύση... Δεν περπατάς μονάχος... Το μυαλό σου, παίζει ένα παιχνίδι...
  Μου χαμογέλασε γλυκά. Δυνατό ρευμα με διαπέρασε. Στα χέρια μου είχα την εφημερίδα. Η Λυδία ήταν ακόμα δίπλα μου, χαμογελούσε όπως το πρώτο μας βράδυ και με ακουμπούσε στο χέρι. Σηκώθηκε. Ένιωσα να με χαιρετάει και την είδα να κατεβαίνει προς τα κάτω. Σαστισμένος φώναξα το όνομα της. Σταμάτησε και με κοίταξε. Χαμογελαστή ακόμα έκανε μια κίνηση χαιρετισμού και χάθηκε από τα μάτια μου...
    Τα είχα θυμηθεί όλα. Στο μυαλό μου όλα είχαν μπει σε μια σειρά. Ήξερα πολύ καλά την κάθε λεπτομέρεια. Ένιωθα ήρεμος και πολύ στενοχωρημένος εκείνη την στιγμή....

 Γύρισα προς το μέρος του αστυνόμου.
  -Πως με βρήκατε εδώ επάνω;
 -Σε είδε ο φύλακας από τις κεραίες και μας ειδοποίησε. Μας είπε ότι κάποιος προσπαθεί να αυτοκτονήσει. Τρέξαμε αμέσως. Πραγματικά το βλέμμα σου είχε απόγνωση αλλά και ηρεμία... Μίλτο, πρέπει να μου δώσεις το όπλο. Μην κάνεις κανένα κακό. Δεν έκανες κανένα κακό. Το ξέρεις πια. Μην κανείς τώρα στον εαυτό σου.
  -Και όλα αυτά που έρχονται, αστυνόμε; Δεν μπορώ να τα αντιμετωπίσω. Δεν έχω κανέναν πια. Ούτε λεφτά... τίποτα...
  -Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω κανέναν. Κάτι, θέλησε να σου δείξει την αλήθεια, γιατί σε θέλει να ζήσεις... Πρέπει να μου δώσεις το όπλο και ήρεμα να σηκωθείς και να έρθεις μαζί μου...
  -Δώσε μου ένα τσιγάρο σε παρακαλώ...

9.

    Τα χέρια μου έτρεμαν. Τα πόδια μου, το σώμα μου. Ο αστυνόμος με έπιασε από τον ώμο. Τα παιδιά από το ασθενοφόρο ήρθαν αμέσως. Με ξάπλωσαν μέσα. Θυμάμαι ελαφρά το κούνημα από το αμάξι και την σειρήνα.
 Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν τυλιγμένες στο φως και στο σκοτάδι. Θυμάμαι γιατρούς, νοσοκόμες... Ανθρώπους με ψεύτικα χαμόγελα να με ρωτούν για την ζωή μου... για εκείνη την μέρα... Χάπια, χάπια, χάπια... 
   Θυμάμαι την Λυδία... Πάντα κάπου εκεί μου χαμογελάει. Όσο και να την έδιωχναν, ήταν εκεί. Όσο και να μην υπήρχε, ήταν εκεί! Δίπλα μου. Στο κάθε μου βήμα στην αυλή... Παρέα μου!
  -Μείνε ζωντανός, Μίλτο μου! άντεξε...
Έβλεπα τα μάτια της... Παντού… και μετά σκοτάδι...

  Τα χέρια μου πονάνε ακόμα από τις μπουνιές που έδωσα την μέρα τις ληστείας. Πλησίαζα την πόρτα του σπιτιού και άκουσα πυροβολισμό. Ο δράστης είχε μπει για ληστεία. Η Λυδία, είχε πάρει λίγες σακούλες με ψώνια και εγώ πάρκαρα το αυτοκίνητο της. Είχε μπει πρώτη στο σπίτι. Βλέποντας τον ξένο μέσα πήγε να φωνάξει και δέχτηκε τον πυροβολισμό. Μπήκα μέσα, τον είδα να κάθετε αποσβολωμένος και να με κοιτάζει, του όρμισα με τα χέρια. Η πάλη μας πήγε στην κουζίνα όπου με το μαχαίρι τον τραυμάτισα στο πόδι. Πόνεσε. Έσκυψε και κτύπησε το κεφάλι του στο τραπέζι. Τον άφησα με ανοιγμένο το κεφάλι αναίσθητο. Όταν η αστυνομία πήγε στο σπίτι ήταν αργά για την Λυδία...

  Κατηγορήθηκα για παράνομη οπλοκατοχή και πολλά άλλα. Λόγο τις κρίσης που είχα υποστεί απαλλάχτηκα αλλά περνάω συχνά τα βράδια μου εδώ. Πολλές φορές έρχονται τα πρόσωπα που αγαπάω και με παίρνουν σε όμορφες μικρές ακρογιαλιές. Οι γιατροί υποστήριξαν ότι ο εαυτός μου ζει ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον μύθο. Δεν με θεωρούν πια επικίνδυνο και μου δίνουν άδεια να κάνω βόλτες εδώ κοντά.
  Αλλά εγώ ξέρω τι είναι μύθος πια. Τι είναι πραγματικότητα και τι όχι. Αυτή η συμβίωση μου έμαθε πολλά για τον κόσμο μας. Κάποια στιγμή αυτά τα δυο θα ενωθούν. Θα σπάσω αυτόν τον εύθραυστο τοίχο που τα χωρίζει και θα βρω και την δική μου γαλήνη...
Κάποια στιγμή…

trip73p
01/07/2012


 Τίτλος: Ανάμεσα.

Σε τούτη την ακτή

Βαρέθηκα και σήμερα σε τούτη την ακτή Μήνες με κρατάει εδώ, να βλέπω τα σύννεφα να περνάν στον ουρανό, τα κύματα,   ήρεμα, ...

Δημοφιλείς Αναρτήσεις